- ξεκαβαλικεύω
- (Μ ξεκαβαλικεύω)κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύωμσν.βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + καβαλικεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκαβαλικεύω — ξεκαβαλίκεψα, κατεβαίνω από το άλογο, ξεϊππεύω, πεζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπηδώ — ἀποπηδῶ (άω) (AM) 1. πηδώ 2. αναπηδώ μσν. απομακρύνομαι αρχ. 1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο, ξεκαβαλικεύω 2. εγκαταλείπω κάποιον, αποσκιρτώ από αυτόν 3. πηδώ από κάπου, τινάζομαι προς τα πάνω ή πίσω … Dictionary of Greek
ξεκαβαλίκευμα — το [ξεκαβαλικεύω] ξεπέζεμα, αφίππευση … Dictionary of Greek
παρακαταβαίνω — Α 1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω 2. αποβιβάζομαι από πλοίο 3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.) … Dictionary of Greek
πεζεύω — ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός] νεοελλ. μσν. κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω νεοελλ. αρχ. 1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ 2. ταξιδεύω διά ξηράς μσν. αρχ. (κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη… … Dictionary of Greek